- οπτικοακουστικός
- -ή, -ό1. αυτός που σχετίζεται με τον συνδυασμό οπτικών και ακουστικών μέσων ή μεθόδων2. φρ. α) «οπτικοακουστική εκπαίδευση» — συνδυασμένη χρήση συμπληρωματικών βοηθημάτων, όπως λ.χ. μαγνητοταινιών και κινηματογραφικών ταινιών, ραδιοφώνου, τηλεόρασης και ηλεκτρονικού υπολογιστή, για τη βελτίωση τής διδασκαλίαςβ) «οπτικοακουστικά μέσα» — τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την οπτικοακουστική εκπαίδευση.
Dictionary of Greek. 2013.